«
Κυράννα παθών και βασάνων κυρία φανείσ’απήλθεν εις Κύριον κυρίων…»
Βρισκόμαστε στην σκλαβωμένη Ελλάδα του 1751. Κάπου εκεί σ’ένα χωριουδάκι, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Βυσσώκα (σημερινή Όσσα), ζεί μια οικογένεια. Δεν έχει βιός. Ο πατέρας εργάζεται τη γή, η μάνα τον παραστέκει. Μια κόρη, αυτή μοναδικός της θησαυρός. Η θερμή πίστη, η ολόψυχη αφοσίωση στον Θεό είναι βαθιά ριζωμένες στην καρδιά των γωνέων. Τούτη την πίστη την ανυπόκριτη εμπνέουν στον τρυφερό τους βλαστό. Η Κυράννα, έτσι ονομάζουν την Κόρη, είναι πλέον στο άνθος της νειότης της. Η έκφραση της γεμάτη καλοσύνη. Η αγάπη της υπέραγνη στον Χριστό και τους γύρω της. Γνέθει, υφαίνει, πλέκει κι όλο ετοιμάζει τα προικιά της. Ώρα την ώρα περιμένει το μελλοντικό της σύντροφο. Θα τον φαντάζεται έναν ευγενικό νέο με ζέουσα πίστη, με αγνή κι ηρωική ψυχή, άξιο για την αρμονική ένωση των δύο ψυχών με θεμέλιον Εκείνον, που « άλλον ουδείς δύναται θείναι».
Κάποιος μια ημέρα εμφανίζεται. Γνώριμη μορφή : ο σούμπασης, ο φοροεισπράκτορας του χωριού. Τι να ζητά άραγε; Το φόρο τον εισπράτει. Τι να ζητά; Την απορία την λύει ο ίδιος. « Ζητώ την θυγατέρα σου», λέγει της μάνας. Υπόσχεται στην κοπέλα πλούτη, δόξες, μεγαλεία..
Η απάντηση είναι σκληρή για το γενίτσαρο: Όχι. Έρχεται κατόπιν απειλητικός. Τρίζει τα δόντια του. Οι γονείς κλονίζονται. Να γίνει γαμπρός τους ένας αντίχρηστος! Αυτό ούτε να το φαντασθούν ποτέ. Οι απειλές εντείνονται.Υποχωρούν, παρακαλούν, καθικετεύουν την παρθένο να ενδώση, να δεχθή. Μάταιος κόπος. Η μεγάλη απόφαση έχει παρθή.
«Χριστιανή γεννήθηκα, Χριστιανή θα αποθάνω».
Ο αγαρηνός διψά για εκδίκηση. Ουρλιάζει σαν θεριό, θα ξεπλύνη την προσβολή. Τον καίει σατανικός έρωτας. Θα την κάνη δική του. Ποιος τον εμποδίζει άλλωστε; Τα πάντα βρίσκονται στη διάθεση του κατακτητού. Είναι αφέντης και αυτή σκλάβα. Την αρπάζει βίαια και την οδηγεί στην Θεσσαλονίκη. Της υπόσχεται μεγαλεία και δόξες, της υπόσχεται πολλά, μια παίρνει πάντα την ίδια απάντηση: Όχι.
Την φέρνει μπρός στον Κριτή. Λέει πως τάχα τον θέλει άνδρα της, ακόμα πως και την πίστη της αρνιέται…
Η κόρη στέκει ατάραχη. Η όψη της δεν χάνει τίποτε από τη φαιδρότητα της, ενώ οι λέξεις αργά και σταθερά βγαίνουν από τα χείλη της: Εγώ είμαι Χριστιανή. Έχω νυμφίο τον Χριστό, τον Κύριο μου, στον οποίο προσφέρω σαν προίκα την αγνότητα μου. Αυτόν πόθησα και ποθώ από τα παιδικά μου χρόνια. Είμαι έτοιμη για την αγάπη Του να χύσσω το αίμα μου, για ν’ αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακούσατε την απόκριση μου και μην περιμένετε πλέον από εμένα άλλο λόγο.
Αυτές ήταν οι ύστατες λέξεις που πρόφεραν τα χείλη της Αγίας. Έγειρε κατόπιν την κεφαλήν της αισχυνόμενη να βλέπη και τα πρόσωπα ακόμη των απίστων.
Αντικρύζει κατάματα τη θυσία. ΕΚΕΙΝΟΣ στον οποίο πιστεύει πρώτος ανέβηκε το Γολγοθά, κι ύστερα εκατομμύρια μάρτυρες Του σήκωσαν το Σταυρό του Μαρτυρίου. Αυτή πιστή του Ναζωραίου, δεν θα διστάση να Τον ακολουθήση.
Τα βαριά σίδερα της φυλακής σημαίνουν τα δικό της Γολγοθά.
Ο γενίτσαρος κοχλάζει από το πάθος του. Πρέπει να εκδικηθεί. Βρίσκει κάποιον που μπορεί να τον βοηθήσει σε αυτό. Είναι ο Αλή μπέης. Έχει θέση σημαίνουσα. Προστάζει λοιπόν το δεσμοφύλακα της φυλακής να μπαίνουν ελεύθερα ο αγαρηνός με την συντροφιά του. Οι βασανιστές συχνά – πυκνά κάνουν την εμφάνιση τους στο δεσμωτήριο. Παριστάνουν πότε τον κόλακα και πότε εκδηλώνουν όλη τους την κτηνωδία, όταν πείθωνται για την αμετάκλητη απόφαση της Αγίας. Τότε άλλοι με ξύλα και με μαστίγια και άλλοι με γρόνθους και με κλωτσιές χτυπούν αλύπητα την παρθένο, ύστερα την εγκαταλείπουν μισοπεθαμένη. Ο δεσμοφύλακας, ένας μοχθηρός και απαίσιος άνθρωπος, διαδέχεται τη συντροφιά στο ρόλο του βασανιστού.
Κρεμά την ετοιμοθάνατη Αγία, αλυσοδεμένη καθώς είναι, από τις μασχάλες κι ανελέητα την χτυπά με ότι αντικείμενο βρίσκει μπροστά του, μέχρι να αποκάμη. Κρεμασμένη έτσι, την αφήνει στη ψυχρή φυλακή, μέσα στις παγωμένες νύχτες του Φλεβάρη, το έτος 1751.
Κανένα όμως παράπονο δεν εκφράζει. Καμιά κατάρα δεν εκστομίζει. Την εμπνέει Εκείνος για τον οποίο πάσχει, Εκείνος που για τους σταυρωτές του παρακαλούσε : « Πάτερ άφες αυτοίς ου γάρ οίδασι τι ποιούσι». Πόσες φορές θα ψιθύρισε λόγια σαν αυτά του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου : « Κύριε μην τους καταλογίσης αυτή τους την αμαρτία…»! Νομίζει κανείς πως δεν πάσχει αυτή. Να, το πρόσωπο της λάμπει σαν αγγελικό. Νιώθει πως είναι ψηλά κοντά στον Νυμφίο.
Στην φυλακή βρίσκεται και κάποιος χριστιανός. Θεατής όλων αυτών των συνταρακτικών γεγονότων. Παίρνει το θάρρος και παρουσιάζεται στο δεσμοφύλακα. Τον ημερώνει και τον γαληνεύει και του αποσπά την άδεια να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία. Μόλις αντικρύζουν οι άλλοι συγκρατούμενοι το φρικτό θέαμα αρχίζουν να ελέγχουν τον δεσμοφύλακα για την ασπλαχνία του. Ανάμεσα του Εβραίοι, Τούρκοι και Τουρκάλες. Οι βασανιστές ανησυχούν. Μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο από την πόρτα της φυλακής. Στέλνουν αρνησίθρησκες γυναίκες να την πείσουν να αλλάξη την πίστη της, όπως έπραξαν και οι ίδιες.
Άδικος κόπος.
Η Αγία Κυράννα προσεύχεται αδιάλειπτα. Προσεύχεται ακόμη και για τους δημίους της. Εκείνοι φέρονται σαν δαιμονισμένοι. Φουντώνει η μανία τους, μπροστά στο θάρρος της παρθένου κόρης. Ορμούν ως ατίθασα τέρατα στην ετοιμοθάνατη Αγία. Τώρα διαβλέπουν το γρήγορο θάνατό της. Έτσι θα κορέσουν τα εκδικητικά τους αισθήματα και θα διασκεδάσουν.
Ο χριστιανός σκέφτεται πώς κάτι μπορεί να κάνει. Απειλεί τον δεσμοφύλακα, οτί θα τον καταγγείλει στον πασά, πως επιτρέπει σε ανθρώπους που δεν έχουν καμιά εργασία, να πηγαινοέρχονται στη φυλακή;
Νάσου όμως πάλι οι γενίτσαροι! Βρίσκουν την πόρτα της φυλακής κλειστή. Δεν χάνουν καιρό, αναφέρονται στο μεγάλο τους προστάτη, τον Αλή μπέη. Αυτός με τη σειρά του καλεί τον δεσμοφύλακα και τον επιπλήττει δριμύτατα.
Ο δεσμοφύλακας αφρίζει από το θυμό του. Επιστρέφει έξαλλος στο δεσμωτήριο. Αρπάζει την ετοιμοθάνατη Αγία, την κρέμα κι αρχίζει ασυναίσθητα να την δέρνη με μια σχίζα που βρίσκεται μπρός του.
Η δύστυχής παρθένος δεν λέγει ούτε λέξη, σαν να πονά άλλη κι όχι αυτή. Είναι τόση η βαρβαρότητα του, οι συγκρατούμενοι ταράσσονται, εξεγείρονται, βάζουν τις φωνές. Ο δήμιος χόρτασε…
Αφήνει την Αγία για να απολαύσει τον καφέ που πρόσταξε να του ετοιμάσουν. Ο χριστιανός βρίσκει την ευκαιρία να τον παρατηρήση για την σκληρότητά που έδειξε σ’ ένα τόσο αθώο πλάσμα. Ο άπιστος συνέρχεται, αρχίζει να συναισθάνεται κάπως. Πέφτει κατόπιν μπρούμητα και κλαίει από την ντροπή σαν μικρό παιδί…
Αιφνής ένα εκτυφλωτικό φώς περιβάλλει τη μάρτυρα. Η λάμψη πλημμύρισε τη φυλακή λες και μπήκε μέσα όλος ο ήλιος. Ήταν δεν ήταν τούτη τη στιγμή η ώρα 10 το βράδυ. Μέσα στη σκοτεινή νύχτα, φώς, φώς γέμισε το δεσμωτήριο. Κραυγές δέους ακούονται τότε από τους συγκρατουμένους. Οι Εβραίοι πέφτουν μπούμητα για να μη βλέπουν το φώς. Οι Τουρκάλες βγάζουν τρεμάμενες φωνές, ω!ω! το κρίμα της φτωχής ρωμηάς έπεσε ως αστραπή να μας κάψη.
Ο δεσμοφύλακας τρέμει σύγκορμος σαν το φύλλο από το φόβο του. Παραγγέλνει στο χριστιανό να την ξεκρεμάση. Δεν την προλαβαίνει όμως. Η μάρτυς δεν υπάρχει πιά. Η νύμφη του Κυρίου πέταξε ψηλά κοντά στο Νυμφίο πολύ τόσο πόθησε. Το φώς έφυγε και μια άρρητη θεία ευωδία διαχύθηκε για αρκετή ώρα. Ο χριστιανός ξεκρέμασε ευλαβικά το σεπτό της σκήνωμα. Άναψε μερικά κεριά και το θυμίασε. ‘Εντρομοι οι Τούρκοι μάθαιναν την επομένη το θαύμα. Οι χριστιανοί με άδεια της τουρκικής αρχής έθαψαν το άγιο σώμα έξω από την πόλη.
Το 1868 στήθηκε στη γενέτειρα της Αγίας Κυράννας ένας μεγαλοπρεπής ναός, αφιερωμένος σε εκείνη που διάλεξε τη θυσία στο βωμό της πίστης, αντί τις δόξες και τα μεγαλεία που πλούσια της πρόσφερε η απιστία.
Να τι διασώζει η παράδοση γύρω από την ανέγερση της Εκκλησίας.
Ένα φώς κόκκινο από την τοποθεσία « Παλιό Κουρί» έκανε τρείς γύρους κάθε βράδυ εκεί οπού σήμερα υψώνεται ο ναός. Το φώς το έβλεπαν μόνον οι χριστιανοί. Το ίδιο χρονικό διάστημα η Αγία παρουσιαζόταν στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου Κ.Τζιώρτζη κάθε νύκτα ζητώντας του να παραχωρήση τον τόπο να κτίσθη η Εκκλησία, ενώ η εικόνα της με αναμμένο καντηλάκι εμφανιζόταν κάπου στο σπίτι του. Ύστερα από ιδιοτελείς δισταγμούς ( θα έχανε το οικόπεδο) και αρκετά φαινόμενα, ο Τζιώρτζης, σε συνδιασμό και με το φώς που εμφανιζόταν, αναφέρει στην επιτροπή τα γινόμενα. Έτσι αποφασίζεται η ανέγερση του ναού, μέσα σε μια συγκινητική εξόρμηση μικρών και μεγάλων Βυσσωκινών και μη ( όπως δείχνει το σημειωματάριο που πρόσφατα βρέθηκε).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα,
Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού,
η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθερά.
Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.