(Δελτίο Τύπου) Δεκαπενταετής σεβασμία μνήμη Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, του Β'

Κάντε κλικ εδώ για video και φωτογραφίες από το WebTV

Του Αγγέλου Πάκλαρα, Θεολόγου, για την Romfea.gr

Για φωτογραφίες πατήστε πάνω.

"Η προσφορά και το πολύπλευρο έργο εκάστου Ορθοδόξου Επισκόπου, όταν πλέον μεταβαίνει εις την αιωνιότητα, παραμένουν ως ιερά παρακαταθήκη και διαθήκη, που μνημονεύονται μετά του ονόματός του από την στρατευομένη Εκκλησία, έως της συντελείας των αιώνων", έγραφε σε μία εγκύκλιό του, περί του Αρχιερατικού αξιώματος, ένας μακαριστός Ιεράρχης.

Αν δε αυτό, ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους αξίους Αρχιερείς, πόσο μάλλον, για τον από Σάμου και Ικαρίας, αοίδιμο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Χρυσοφάκη, τον Β'.

Έναν Ιεράρχη που δεκαπέντε έτη μετά την μακαρία τελευτή του, νοερά οι Θεσσαλονικείς, τον θεωρούν πάντοτε παρόντα και δρώντα, και θυμούνται με συγκίνηση τους αγώνες, τους μόχθους, τις θυσίες του και όλα όσα προσέφερε δια Χριστόν και Ελλάδα, στην τριακονταετή διαποίμανση της Αποστολικής Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Ο βίος του πλήρης πνευματικών άθλων, μοναδικών γεγονότων και καρποφόρων πράξεων.

Γεννημένος στην Αθήνα το έτος 1925, τη 8η Ιανουαρίου, έκτο τέκνο του Μιχαήλ και Ασημίνας, το γένος Αδαμάκη.

Μετά τις εγκυκλίους σπουδές του, το 1942, εισήλθε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από όπου απεφοίτησε αριστούχος τη 5η Φεβρουαρίου του έτους 1949.

Υπηρέτησε ως έφεδρος Ανθυπολοχαγός του πεζικού στην Γενική Διεύθυνση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας, του Γενικού Επιτελείου Στρατού και κατόπιν στην 42η Ταξιαρχία και στην ΒΙΟ του Α' Σώματος Στρατού.

Τιμήθηκε δύο φορές από τον τότε διευθυντή της θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού, Αρχιμανδρίτη Κυπριανό, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Ιερισσού.

Αρχές του 1950, κείρεται μοναχός στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Εδέσσης και στις 23 Ιουλίου του ιδίου έτους Διάκονος, από τον πνευματικό του πατέρα, Μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, στον Ι.Ναό Υπεραγίας Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης Αθηνών.

Εν συνεχεία υπηρέτησε ως βοηθός Ιεροκήρυξ και κατόπιν τακτικός Ιεροκήρυξ στην Ι. Μητρόπολη Εδέσσης, έως και το έτος 1951.

Το αυτό έτος, τη 15η Ιουνίου, χειροτονείται Πρεσβύτερος λαβών και το οφίκκιο του Αρχιμανδρίτου, εις τον Ι. Ναό Αποστόλου Παύλου Αθηνών, από τον Επίσκοπο Ευρίπου Αλέξιο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Ζακύνθου, τη εντολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος.

Όταν ο Μητροπολίτης Εδέσσης μετατίθεται στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, ο Αρχιμ. Παντελεήμων ακολουθεί τον Γέροντά του και διορίζεται Ιεροκήρυκας με έδρα την πόλη του Λαγκαδά από το 1951 έως το 1953. Δίδαξε παραλλήλως στο Κατώτερο και Ανώτερο φροντιστήριο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Με άδεια της Αποστολικής Διακονίας και υποτροφία της Γαλλικής Ακαδημίας σπουδάζει στην Σορβόννη και στο Γαλλικό Ινστιτούτο, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία έως το 1955.

Ταυτόχρονα υπηρέτησε και ως Ιερατικός προιστάμενος, αφιλοκερδώς, στον Ι. Μητροπολιτικό Ναό, Αγίου Στεφάνου Παρισίων.

Επανελθών στην Ελλάδα, διορίζεται εφημέριος στον Πανεπιστημιακό Ναό, Εισοδίων της Θεοτόκου, Καπνικαρέας και Ιερατικός προιστάμενος του Ι. Ναού, Αγίου Βασιλείου, οδού Μετσόβου, Αθηνών.

Ιδρύει την Πανεπιστημιακή Λέσχη κατόπιν αδείας της Πρυτανείας και το γραφείο θρησκευτικής εξυπηρετήσεως προς ηθική ενίσχυση των φοιτητών.

Με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου του Β', από το 1957 έως και το 1960, διορίζεται υποδιευθυντής και πνευματικός του Θεολογικού και φοιτητικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας.

Διορίζεται και γραμματέας του γραφείου τύπου της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Διδάσκει ως καθηγητής στο εκκλησιαστικό φροντιστήριο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και στο Πνευματικό Φροντιστήριο Θεολόγων Πεντέλης, Τελετουργική, Εξομολογητική, Ποιμαντική και Ερμηνεία Ιερών Κανόνων.

Το έτος 1960, αναλαμβάνει Γραμματέας των Συνοδικών Δικαστηρίων.

Κατόπιν της μεγάλης προσφοράς του σε όλους τους τομείς της Εκκλησίας, η Ιεραρχία τον εκλέγει τη 18η Νοεμβρίου 1965, Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας.

Η χειροτονία του τελείται την 20η Νοεμβρίου, στον Ι.Ναό Αγίου Βασιλείου, από τον Μητροπολίτη Παροναξίας Επιφάνιο, Φωκίδος Χρυσόστομο και Λήμνου Παντελεήμονα.

Ενθρονίζεται στον μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου, Σάμου, την 20η Δεκεμβρίου, παρουσία του τοποτηρητού, Μητροπολίτου Παροναξίας Επιφανίου και άλλων Αρχιερέων.

Στην Σάμο πλέον αναδεικνύει όλο το εκκλησιαστικό και μοναστηριακό μεγαλείο της Μητροπόλεώς του.

Χειροτονεί κληρικούς, και ανακαινίζονται εκ βάθρων οι Ι.Μονές Τιμίου Σταυρού, Μεγάλης Παναγίας, Ζωοδόχου Πηγής, Ευαγγελισμού Θεοτόκου και Αγίας Ζώνης.

Ανακαινίζει άλλους πέντε Ναούς και εγκαινιάζει τον Ι. Ναό Προφήτου Ηλιού, το 1969.

Ιδρύει οικοτροφεία αρρένων και θηλέων για άπορους φοιτητές, ορφανοτροφείο, φιλόπτωχα ταμεία σε όλες σχεδόν τις ενορίες, κατηχητικά σχολεία όλων των βαθμίδων και Σχολή μετεκπαιδεύσεως κληρικών, στην οποία δίδασκε και ο ίδιος.

Δημιούργησε σχολή βυζαντινής μουσικής και εκκλησιαστικό μουσείο.

Καθιέρωσε την εορτή του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου, του εξ Εφέσου, εκάστη Κυριακή του Παραλύτου, ανήγειρε δε Ναό, προς τιμήν του.

Ίδρυσε γηροκομείο στο Καρλόβασι, ενώ το 1968, συνέβαλε τα μέγιστα στην διαπλάτυνση του διαδρόμου προσγειώσεως του Πυθαγορείου αεροδρομίου.

Ενεργείαις του υδροδοτήθηκαν πολλά χωριά της επαρχίας του, ενώ ανήγειρε εκ βάθρων πνευματικό κέντρο στην Σάμο.

Το 1973, διορίστηκε πρόεδρος επί της Αρχιγραμματείας της Ι.Συνόδου.

Για την ανιδιοτελή προσφορά του στην μητρόπολη Σάμου, τιμήθηκε με πλήθος παρασήμων από τοπικούς παράγοντες αλλά και από πολλούς Πατριάρχες Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Τη 13η Ιουλίου από την νόμιμη και κανονική πλέον Ιεραρχία, εκλέγεται,"ψήφοις κανονικαίς", Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

Η τελετή της ενθρονίσεώς του τελείται τη 3η Αυγούστου, στον Καθεδρικό Ναό της Του Θεού Σοφίας με εκπρόσωπο του Οικουμ. Πατριαρχείου τον Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Στυλιανό (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αυσυραλίας), τον τοποτηρητή Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Διονύσιο, Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς Προκόπιο, Ιερισσού Παύλο, Τυάνων Παντελεήμονα, Κιλκισίου Αμβρόσιο, Ζιχνών Σπυρίδων και άλλους όμορους Μητροπολίτες.

Το έργο του και εδώ λαμπροφόρο και φωτοφόρο.

Χειροτονεί δεκάδες ιερείς, ως επι το πλείστον Θεολόγους, τους οποίους ενίσχυε ηθικώς στα πρώτα τους ιερατικά βήματα αλλά και υλικώς, εξαιρέτως τους πολύτεκνους εγγάμους.

Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, παρά την διχοτόμησή της σε άλλες δύο Μητροπόλεις, αποκτά επί Αρχιερατείας του, δεκαοκτώ νέους Ναούς, ενώ το όραμά του, οι Θεσσαλονικείς Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος να έχουν τον δικό τους Ναό, καθίσταται πραγματικότητα τον Μάιο του έτους 1985, όπου τελούνται με κάθε επισημότητα τα εγκαίνιά του.

Ανακαινίζει τις Ιερές Μονές Κοιμήσεως Θεοτόκου Πανοράματος με το καθολικό της Παναγίας Ελευθερώτριας και την Ι. Μονή Αγίας Θεοδώρας στο κέντρο της πόλεως.

Δημιουργεί και εδώ φιλόπτωχα ταμεία, εράνους αγάπης, κοινωνικό ιατρείο, τράπεζα αίματος, στέγη αγάπης ασθενούντων παιδιών, ενοριακά συσσίτια, Θεολογικό οικοτροφείο φοιτητών και σπουδαστών, εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις, σχολή βυζαντινής μουσικής και ίδρυση Αγιολογικού Κέντρου.

Έκαστο Νοέμβριο, συγκαλούσε Θεολογικά Συνέδρια, αφιερωμένα εις μνήμην πολλών Αγίων, ενώ με δική του πρωτοβουλία επαναλειτουργεί η Ανωτέρα Εκκλησιαστική, Παιδαγωγική Ακαδημία.

Αναλαμβάνει πρόεδρος του Χαρίσειου Γηροκομείου και Παπάφειου ορφανοτροφείου, με μεγάλο ενδιαφέρον για την αρίστη λειτουργία τους.

Καθιέρωσε έκαστη Κυριακή των Μυροφόρων να εορτάζεται η Σύναξις πάντων των εν Θεσσαλονίκη διαλαμψάντων Αγίων, στον Ι. Ναό Αγίου Δημητρίου με την ομώνυμη Ι. Εικόνα τους.

Αναβίωσε την τέλεση των αρχαιοπρεπών Θείων Λειτουργιών Αγίου Ιακώβου, του αδελφοθέου και Αγίου Γρηγορίου, του Θεολόγου.

Επανέφερε την τέλεση των Ιερών Ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος του Αγίου Δημητρίου, σύμφωνα με το τυπικό του Αγίου Συμεών, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και τον παράλληλο συνεορτασμό της Υπεραγίας Θεοτόκου μετά του Αγίου Δημητρίου.

Μετέφερε κατ' έτος Θαυματουργές Ιερές Εικόνες της Θεοτόκου, αρχής γενομένης της εφεστίου Εικόνος του "Άξιον εστίν", από το Πρωτάτο Καρυών, Αγίου Όρους, τον Οκτώβριο του έτους 1985.

Δημιούργησε την "Χριστιανική Καταφυγή Νέων, ο Άγιος Δημήτριος", όπου διδάσκονταν δωρεάν φροντιστήρια όλων των μαθημάτων Γυμνασίου και Λυκείου, ορίσας ως υπεύθυνο,τον άμεσο συνεργάτη του και Πρωτοσύγκελλό του, Μέγα Αρχιμανδρίτη π. Παντελεήμονα.

Παράλληλα διδάσκονταν και ο λόγος του Θεού έκαστη Τετάρτη, ενώ τελούνταν νυκτερινή Θεία Λειτουργία, εκάστη Παρασκευή.

29η Μαίου 1982, μετά την ανακάλυψη της κρύπτης των Μακεδονομάχων κάτω από το Ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού Ναού, τελεί τα θυρανοίξια με επίσημη τελετή και Μέγα Εσπερινό και γίνεται η μεταφορά των Λειψάνων των Μακεδονομάχων Αρχιερέων από τον Ναό του Αγίου Δημητρίου στην κρύπτη του Μακεδονικού αγώνος.

13η Νοεμβρίου 1980, τελεί τα Θυρανοίξια του Ναού, Αγίου Γρηγορίου, του Παλαμά μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1978.

Προνοία του εκδίδονταν το εκκλησιαστικό περιοδικό "Άγιος Γρηγόριος, ο Παλαμάς", το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.

Το μέγιστο όμως γεγονός καθ' όλη την διάρκεια της ποιμαντικής του μερίμνης ήταν η αγαστή συνεργασία και από κοινού μόχθοι, μετά του τότε Πρωτοσυγκέλλου του, για την επαναφορά των τιμίων Λειψάνων, του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, από τον San Lorenzo in Campo της Ιταλίας, έπειτα από την εισήγηση της διαπρεπούς αρχαιολόγου Μαρίας Θεοχάρη "περί της ευρέσεως και γνησιότητος των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου."

Τα σεπτά λείψανα του Αγίου είχαν μεταφερθεί το 1204 εκεί από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό όταν εκείνος εισερχόμενος στην Θεσσαλονίκη, εσύλησε τους Ι.Ναούς Αγίου Δημητρίου και Αγίας Σοφίας.

Οι πολλαπλές επισκέψεις του π. Παντελεήμονος στον Ρωμαιοκαθολικό Επίσκοπο Κωνστάντιο Φάνο, το ήπιον του χαρακτήρος του Πρωτοσυγκέλλου, και μεταφέροντος το δίκαιο αίτημα του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, αλλά και του δοκιμαζομένου ποιμνίου του, από τον φοβερό σεισμό του 1978, να επανέλθει ο Άγιος στην γενέτειρα πόλη του και στον τόπο όπου μαρτύρησε, κατέστη εφικτό μετά από χιλιάδες έτη...

23η Οκτωβρίου 1978, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μετά του Πρωτοσυγκέλλου του, επιστρέφουν από την Ιταλία, κομίζοντες τον μεγαλύτερο πνευματικό θησαυρό, την πάνσεπτη κάρα του Αγίου Δημητρίου.

Οι Θεσσαλονικείς ένδακρεις υποδέχονται τον πολιούχο Άγιό τους στον προαύλειο χώρο του Ναού Του.

Τον Απρίλιο δε, του έτους 1980, επιστρέφονται και τα υπόλοιπα χαριτόβρυτα Λείψανα του Αγίου.

Ανεγείρεται εντός του Ναού επιβλητικό μαρμάρινο κιβώριο, πανομοιότυπο του αρχαιότερου που υπήρχε και επί προισταμενίας του π. Παντελεήμονος, αγιογραφείται εξ ολοκλήρου με παραστάσεις από το μαρτύριο του Αγίου.

Παράλληλα κατασκευάζεται αργυρή ανάγλυφη λάρνακα, η οποία φιλοξενεί έως της σήμερον τα μυρόβλητα Λείψανα του Αγίου.

Ανακαινίζεται το παρεκκλήσιο του τάφου του Αγίου, ενώ ιστορικοί θα μείνουν οι αγώνες του μακαριστού Μητροπολίτου Παντελεήμονος με το Υπουργείο Πολιτισμού και την αρχαιολογική υπηρεσία, για την αγιογράφηση στην κόγχη του Ι. Βήματος, της Πλατυτέρας των Ουρανών.

Κατορθώνει δε μετά από αιώνες το ιστορικό μνημείο, ο Ναός του Αγίου Γεωργίου Ροτόντα, να παραδοθεί ξανά στην Θεία λατρεία, μετά από ειδική ακολουθία, επί διασαλεύσει Αγίας Τραπέζης.

Επί Αρχιερωσύνης του, ανακαλύφθηκαν τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Ομολογητού, της Αγίας Ανυσίας, του Αγίου Ευθυμίου του νέου, ενώ επανήλθαν μονίμως εις την Θεσσαλονίκη, τμήμα των Λειψάνων του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, Οσίου Δαυίδ του Αμυγδαλίτου, Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου,Αγίου Νέστορος, Αγίας Μακρίνης, Αγίου Θεοδώρου, του Στουδίτου και του Αγίου Νεομάρτυρος, Γεωργίου του εξ Ιωαννίνων.

Φιλάγιος ως ήταν, κατατάχθηκαν στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι Άγιοι Ευστάθιος και Συμεών, Αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης, Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ο Χαμαετός και ο Άγιος Γρηγόριος, ο Καλλίδης, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, μετέπειτα Ηρακλείας και Ραιδεστού.

Τέλη Μαίου του έτους 1994, χειροτονεί με πολύ συγκίνηση τον πολυτάλαντο Πρωτοσύγκελλό του, π. Παντελεήμονα σε Μητροπολίτη Βεροίας, τον επί 20ετίας αγαπημένο του συνεργάτη και συνοδοιπόρο "στους αγώνες που από κοινού δώσαμε", όπως ανέφερε, στην εις Επίσκοπον χειροτονία του, για την επαναφορά των Ι.Λειψάνων του Αγίου Δημητρίου.

Διάδοχος του πατρός Παντελεήμονος, αναλαμβάνει πλέον ο έμπιστος και εξ ίσου δυναμικός, νέος του Πρωτοσύγκελλος και μέχρι πρότινος Διευθυντής Νεότητος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και Ιερατικός προιστάμενος του προσκυνηματικού Ναού, Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, π. Ιωάννης, ο και νυν Μητροπολίτης Σεβ.Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης.

Οι δύο αυτοί Θεσσαλονικείς πατέρες και αφοσιωμένα πνευματικά τέκνα του αλησμόνητου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, εστάθηκαν δίπλα του στύλοι ακλόνητοι επί σειρά ετών, με πρωτοφανή ένθερμο ζήλο και αυταπάρνηση.

Ως άλλοι φάροι φωταυγείς φώτιζαν και στήριζαν τα δύσκολα και ανηφορικά βήματα, της δύσκολης Αρχιερατικής πορείας του Γέροντός τους, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος.

Τον Νοέμβριο του έτους 1996, ανακηρύχθηκε επίτιμος Διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.

Τιμήθηκε με παράσημα από τα Πατριαρχεία Ρωσίας, Ρουμανίας, Σερβίας και Βουλγαρίας.

Το έτος 2000 συγκέντρωσε τόνους τροφίμων για τον λαό της τότε εμπόλεμης Σερβίας.

Υποδέχθηκε στην έδρα του, τετράκις τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ενώ το 1999, έτος ανακηρύξεως της Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, διοργάνωσε λαμπρές εκδηλώσεις με Πατριαρχικό Συλλείτουργο πολλών Προκαθημένων Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων.

Το 1990 έγιναν τιμητικές εκδηλώσεις επί τη συμπληρώσει 25ετίας της Αρχιερωσύνης του και το 1999 για την συμπλήρωση 25ετίας ως Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης.

Υπήρξε συγγραφέας δεκάδων Θεολογικών βιβλίων, Ιερών ακολουθιών των τοπικών Αγίων και πλήθους Ποιμαντορικών Εγκυκλίων.

Κήρυττε πάντοτε, άνευ χειρογράφου, γνωρίζων από στήθους ολόκληρα εδάφια της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, ενώ οι λόγοι του ήταν ποταμοί πλήρους αγιότητος, Ορθοδόξου δόγματος και μεγίστης Θεολογικής διδασκαλίας.

Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Παντελεήμων εκτός από ένας Ιεράρχης με εκκλησιαστικό ήθος και ευσυνειδησία, ήταν και ένας γνήσιος και αληθινός φιλόπατρις Έλληνας, που έδωσε επικούς αγώνες για την προάσπιση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων της Ελλάδος και ειδικώτερα της Μακεδονίας.

Αν και είλκε την καταγωγή του από την Κρήτη, άμα τη ενθρονίσει του, έρρεε εντός των φλεβών του αίμα Μακεδονικό, το οποίο το αποδείκνυε όχι με λόγια αλλά με πράξεις και έργα.

Αμετάπειστος, θαραλλέος και ανυποχώρητος...

Συγκάλεσε στην έδρα του πολλά συλλαλητήρια και συνάξεις, αρχής γενομένης την άνοιξη του 1987, για το τότε νομοσχέδιο της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Ως άλλος Εθνάρχης διοργάνωσε σε συνεργασία με τον Δήμο Θεσσαλονίκης δύο ιστορικά συλλαλητήρια, το πρώτο την 14η Φεβρουαρίου 1992 και το δεύτερο, 31 Μαρτίου 1994.

Στις ομιλίες του τεκμηρίωσε με εκκλησιαστικά και ιστορικά αδιάσειστα στοιχεία, την Ελληνικότητα της Μακεδονίας και το ότι δεν είναι σε καμμία περίπτωση διαπραγματεύσιμη η πολιτιστική κληρονομιά μας ή το όνομα της Μακεδονίας μας.

Επίσης για το ίδιο θέμα καθιέρωσε τρεις ιερές συνάξεις (15.2.1994, 15.2.1995 και 11.10.1995) στο εσωτερικό των Ι.Ναών Αγίας Σοφίας και Αγίου Δημητρίου.

Η δίκαιη και αδιάλλακτη αγωνιστικότητά του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με άλλους Αρχιερείς και την πρωτοφανή λαοθάλασσα του ποιμνίου του, κατέστησαν όλα αυτά τα συλλαλητήρια να περάσουν στην ιστορία...

Ιστορική πλέον θεωρείται και η φωτογραφία όπου ο μακαριστός Ιεράρχης σηκώνει την ποιμαντορική του ράβδο και κρούει με δύναμη την πόρτα της Αμεριανικής πρεσβείας για να παραδώσει "ιδίοις χερσίν" το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας.

Το έτος 2000 συγκαλεί εκ νέου στην πλατεία Αριστοτέλους, ένα ακόμη συλλαλητήριο για την μη αναγραφή του θρησκεύματος, από την κυβέρνηση, στις νέες ταυτότητες, παρόντος του Αρχιεπισκόπου

Αθηνών Χριστοδούλου και σχεδόν ολοκλήρου της Ιεραρχίας.

Ο σπινθηροβόλος και κεραυνοβόλος λόγος του σε συνδυασμό με την βροντερή χροιά της φωνής του, συγκλόνιζε και συνέρπαζε το ποίμνιό του, το οποίο, τον υπεραγαπούσε και τον εμπιστευόταν, ανταποκρινόμενο πάντοτε με ένθερμο ζήλο στις εκάστοτε ηρωικές και ανεπανάληπτες προσκλήσεις του.

Το παρουσιαστικό του προκαλούσε, δέος και θαυμασμό...πρότυπο προς μίμηση για πολλούς Ιεράρχες.

Πάντοτε μετά το πέρας πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας, έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο, με όλο το σθένος της καρδιάς του, συγκλονίζοντας κυριολεκτικά όλες τις ψυχές του ποιμνίου του, καλώντας τους σε εγρήγορση και επαγρύπνηση και προκαλώντας ρίγη συγκινήσεως και εθνικής υπερηφάνειας.

"Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου, διότι οι εχθροί της φιλτάτης Πατρίδος ημών πολλοί", έλεγε συχνά στο εκκλησίασμά του.

Κατά την διάρκεια της μακράς Αρχιερατείας του, ουδένα κληρικό του ελύπησε ή επίκρανε, παρά την αυστηρότητα του χαρακτήρος του, που φαινομενικά μόνον είχε.

Δεν απουσίαζε εκτός της Μητροπόλεώς του, ούτε παρευρίσκετο σε αρχιερατικά συλλείτουργα, ιδίως τα τελευταία έτη.

Τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής του διέμενε στο Άγιο Όρος το οποίο πολλάκις επισκεπτόταν και διέμενε στο Ιερό Κάθισμα της Παναγίας της Πορταιτίσσης, πλησίον της Ι. Μονής Ιβήρων.

Εκεί απολάμβανε την ησυχαστική και μοναστική ζωή, δίπλα στην Κυρία Θεοτόκο, την οποία ελάτρευε και τιμούσε καθ' όλη την διάρκεια της ζωής του.

Συνοδός του, ο επί δεκαετίας Πρωτοσύγκελλός του, π. Ιωάννης, ο οποίος παρά τις πολλαπλές υποχρεώσεις του στα γραφεία της Ι. Μητροπόλεως, ως Ιερατικός Προιστάμενος του Ι. Ναού Αγίου Δημητρίου και Καθηγούμενος της Ι. Μονής Αγίας Θεοδώρας, με περισσή υική αγάπη, σεβασμό, αφοσίωση αμέριστο ενδιαφέρον και διηνεκή φροντίδα ήταν συνεχώς και πάντοτε πλησίον του, έως και τις τελευταίες ώρες, προ της οσιακής κοιμήσεώς του.

Εκεί σε αυτό το μικρό ησυχαστήριο έφυγε ήσυχα και γαλήνια, μέσα στην πνευματική αύρα του Αγιωνύμου Όρους.

Ήταν απόγευμα 9ης Ιουλίου, του έτους 2003.

Το σκήνωμά του έφθασε ξημερώματα στον Ι.Ναό Αγίου Δημητρίου για τριήμερο προσκύνημα.

Χιλιάδες Έλληνες από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό ήλθαν να ασπαστούν την δεξιάν του.

Το δακρυσμένο και απορφανισμένο ποίμνιό του, ένοιωθε πλέον την ζωή του πτωχότερη...

Το λιμάνι της πατρικής στοργής του Ποιμενάρχου τους, μέσα στο οποίο ένοιωθαν ασφαλείς, χωρίς κλυδωνισμούς και πνευματικές ή εθνικές καταιγίδες, δεν υπήρχε πλέον.

Ο πνευματικός τους καθοδηγητής, που τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα, αφού τους προστάτευε, ως φύλακας άγγελος τους, βρισκόταν ήδη στον ουρανό.

Η εξόδιος ακολουθία του τελέστηκε την 12η Ιουλίου, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου και πλειάδος Αρχιερέων.

Μετά την λιτάνευση του σκηνώματός του, ετάφη σε παλαιοχριστιανικό τάφο, στον προαύλειο χώρο του Ι. Ναού Αγίου Δημητρίου, εκεί όπου και ο ίδιος επιθυμούσε να βρίσκεται σωματικώς.
Δίπλα στον προστάτη του Άγιο Δημήτριο που αγάπησε, τίμησε και τον μετέφερε στην γενέτειρά του πόλη.

Ενθυμούμεθα με συγκίνηση, εμείς οι διακονηταί του Ιερού Βήματος, τον μακαριστό Ποιμενάρχη μας, επί του μαρμάρινου Θρόνου του Ναού του Αγίου Δημητρίου, την έκφραση του προσώπου του όταν έψαλλε την β' ωδή του Μωυσέως, από τον Μεγάλο Κανόνα του Αγίου Ανδρέα, Κρήτης, το περίφημο

"Πρόσεχε! Ουρανέ και λαλήσω και ανυμνήσω Χριστόν τον εν σαρκί επιδημήσαντα"....

Αυτή η προσταχτική του "πρόσεχε", πόσο νόημα έκρυβε μέσα στην ψυχή του, ζητώντας με όλη την δύναμη της γλυκυτάτης καρδίας του να προφυλάξει την Εκκλησία αλλά και την Πατρίδα μας από κάθε ορατό και αόρατο εχθρό...

Δεκαπέντε έτη μετά την κοίμησή του και το ιερό μνημόσυνο που τελέστηκε από τον Σεβ. Μητροπολίτη Άγιο Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννη στον Ναό του πολιούχου, η μνήμη του στους εγγύς και τους μακράν, παραμένει αλησμόνητος!

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Λίστα Επικοινωνίας