ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ




Ἡ ἐπαρχία Λαγκαδᾶ ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή καί μέχρι τήν ἔναρξη τῆς Χριστιανικῆς περιόδου ἀδιάλειπτα καί διαχρονικά ἦταν τόπος ἅμεσα συνδεδεμένος μέ τή ζωή τῆς σπουδαίας καί μεγάλης πόλεως Θεσσαλονίκης. 
Τόν τόπο εὐλόγησε στόν πρῶτο μετά Χριστόν αἰῶνα ἡ διέλευση τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στή Θεσσαλονίκη ἀπό τά δυτικά, ἀπό τή σημερινή ὁδό Λαγκαδᾶ καί τή Ληταία Πύλη, γιά νά εὐαγγελίσει τούς Θεσσαλονικεῖς, πρός τούς ὁποίους στή συνέχεια θά ἀπευθύνει καί δύο ἀπό τίς ἐπιστολές του.Άργότερα ἀπό τόν ἴδιο δρόμο πέρασαν καί οἱ Θεσσαλονικεῖς αὐτάδελφοι Ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, οἱ φωτιστές τῶν Σλάβων καί ἁπάσης τῆς οἰκουμένης, γιά νά μεταλαμπαδεύσουν τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στούς Σλαβικούς λαούς. 
Ἡ Λητή, ἔδρα τῆς παλαιᾶς Ἐπισκοπῆς, εὑρίσκεται παρά τήν Ἐγνατία ὁδό, βὀρεια τῆς Θεσσαλονίκης καί σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπ’ αὐτήν. Ἀπό τόν 6ο π.Χ. μέχρι τόν 3ο μ.Χ. αἰῶνα ἐμφανίζεται συνεχῶς στίς πηγές καί θεωρεῖται μία ἀπό τίς 150 πόλεις καί κῶμες τῆς Μακεδονίας, οἱ ὁποῖες εἶναι σήμερα γνωστές ἀπό τήν ἀρχαία παράδοση καί τά ἀρχαιολογικά εὑρήματα. Εὑρισκόμενη σέ ἐπίκαιρη θέση κατέστη μία τῶν σημαντικοτέρων πόλεων τῆς Μυγδονίας καί γενικότερα τῆς Μακεδονίας.
Ἡ Ρεντίνα εὑρισκόμενη παρά την λίμνη Βόλβη καί ἀνατολικά αὐτῆς, ἐπί τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν περιοχή ὕψιστης στρατιωτικῆς σπουδαιότητας. Δι’ αὐτῆς διῆλθε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησίας σ’ αὐτήν ἀπό τῶν πρώτων ἱεραποστολικῶν χρόνων.
Στήν «τάξιν πρωτοκαθεδρίας τῶν ὑπό τόν Ἀποστολικόν Θρόνον Κωνσταντινουπόλεως τελούντων μητροπολιτῶν καί τῶν ὑπ’ αὐτούς Ἐπισκόπων» τοῦ ἔτους 980 ἀναφέρονται 11 Ἐπισκοπές ὑπό τήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρεται και ὁ «Λίτης και Ῥεντίνης» με ἔδρα τη Λητή.
Ἡ μνεία στήν τάξη αὐτή τῶν δύο ὀνομάτων σημαίνει ὅτι κατά τόν 10ο αἰῶνα ἡ Λητή εἶχε παρακμάσει και ὡς ἐκ τούτου ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἀναγκάσθηκε να μεταφέρει τήν ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς ἀπό τή Λητή στή Ρεντίνα.
Στήν «γεγονυῖαν διατύπωσιν παρά τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, ὅπως ἔχουσι τάξεως οἱ θρόνοι τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν ὑποκειμένων τῷ Πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως», ἡ ὁποία εἶναι τῆς ἐποχῆς τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081-1118), μεταξύ τῶν ἐπισκόπων ἀναφέρεται καί ὁ ἐπίσκοπος Λίτης. Ἐνῶ στόν Κώδικα 1371 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ ὁποίου τμῆμα περιέχει «τάξιν» τῆς ἐποχῆς τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ (1143-1180) ἀναφέρεται ὡς Ἐπισκοπή «Λύτης» καί ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ πάπα Ἰννοκεντίου Γ΄ (1198-1216) πληροφορούμαστε περί τῆς ὑπάρξεως Ἐπισκοπῆς Langardensis (Langada).
Κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννου Δούκα Βατάτζη (1222-1254) ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λόγῳ μή αὐτάρκειας τῆς Ἐπισκοπῆς Λητῆς καί Ρεντίνης, ἀνέθεσε διά γράμματος τή διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς στόν Ἐπίσκοπο Πλαταμῶνος.
Ἐπί Μιχαήλ Παλαιολόγου (1259-1282) ἡ «τάξις» μεταξύ τῶν Ἐπισκοπῶν ἀναφέρει καί τήν Ἐπισκοπή Λιτῆς ὡς ἐπίσης καί ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου  τοῦ Γέροντος (1282-1328) στίς Ἐπισκοπές ὑπό τήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ἀναφέρεται καί ἡ Ἐπισκοπή τῆς Λιτῆς καί Ρεντίνης. 
Στα «Τακτικά» τοῦ 16ου αἰῶνα, τά ὁποῖα ἀναγράφονται στούς Κώδικες 1259 (φ.348) καί 1375 (φ.400) τῶν Παρισίων, ἀλλά καί στά «Τακτικά» τοῦ 1549 ἀναγράφονται 12 Ἐπισκοπές ὑπό τήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης καί μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρεται καί ὁ Λιτῆς. Ἐπίσης καί σέ ἄλλο Κώδικα τῶν Παρισίων (Suppl. 67, φ.185ν), πού περιέχει τόν Νομοκάνονα τοῦ Μαλαξοῦ, ἀναφέρεται ὁ Λιτῆς καί Ρεντίνης. Τό ἴδιο ἀναφέρεται καί στό Νομοκάνονα τοῦ 1645 συνταχθέντα ὑπό τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων Ἀρχιμανδρίτου Ἰακώβου καί ἀναγραφέντα τό 1716 ὑπό τοῦ Ἱερομονάχου Μεθοδίου Ταπόντε.
Ἀπό τά μέσα τοῦ 17ου αἰῶνα ἡ Ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρεντίνης ἔπαυσε νά ὑπάρχει καί ἐπανιδρύθη ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Θεοδοσίου (1767-1769), ὁ ὁποῖος ἐξέλεξε γιά τήν Ἐπισκοπή αὐτή τόν Πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο.
Στις 23 Μαρτίου 1881 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Λητῆς καί Ρεντίνης ὁ Ἀλέξανδρος Ρηγόπουλος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρωτοπόρος τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα καί ἔσπειρε τό σπόρο τῆς ἐλευθερίας σέ ὅλη τήν περιοχή. 
Το 1924, ἐπειδή ἐκρίθη εὔλογο νά ἀποκατασταθοῦν οἱ Μητροπολῖτες, πού στερήθηκαν τίς ἐπαρχίες τους λόγῳ τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί τῆς Ἀνταλλαγῆς τῶν Πληθυσμῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατόπιν ἐγκρίσεως καί τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, δημιούργησε νέες Μητροπόλεις μέ τή διχοτόμηση ὁρισμένων ἐπαρχιῶν τῶν Νέων Χωρῶν.  Μεταξύ τῶν ἱδρυθεισῶν νέων Μητροπόλεων ἦταν καί ἡ Μητρόπολη Λαγκαδᾶ, πού προῆλθε άπό τή διχοτόμηση τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Ἡ Μητρόπολη αὐτή, πού κάλυπτε τά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς Λητῆς καί Ρεντίνης, ἱδρύθηκε στίς 9 Ὀκτωβρίου 1924 καί Μητροπολίτης αὐτῆς ἐξελέγη τήν ἴδια ἡμέρα ὁ Μητροπολίτης Κυκλάδων Γερμανός Ἀναστασιάδης.Ἡ Μητρόπολη Λαγκαδᾶ διατηρήθηκε ὅσο καιρό ἦταν ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτης αὐτῆς ὁ Γερμανός Ἀναστασιάδης. Μετά τήν παραίτηση αὐτοῦ τό 1932 καταργήθηκε ἡ Μητρόπολη και οἱ ἐνορίες της ὑπήχθησαν στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Τό 1967, κατόπιν προτάσεως τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Παπαγεωργίου, ἐπανιδρύθηκε ἡ Μητρόπολη Λαγκαδᾶ διά τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 4589 Νομοθετικοῦ Διατάγματος «Περί ρυθμίσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί ἄλλων τινῶν διατάξεων» καί τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 13/1967 Β.Ν. ἀναλαμβάνοντας και τά καθήκοντα τοῦ Τοποτηρητοῦ. Στίς 23 Ἰουνίου 1967 ἐξελέγη ὡς Μητροπολίτης αὐτῆς ὁ Πρωτοσύγκελλος καί ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως Κασσανδρείας Σπυρίδων Τραντέλλης, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τήν Μητρόπολη μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, δηλαδή μέχρι τίς 4 Δεκεμβρίου 2009. Τοποτηρητής ὁρίσθηκε μέχρι τῆς ἐκλογῆς νέου Μητροπολίτου ὁ Μητροπολίτης Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου Νικόδημος Ἀναγνώστου.
Στίς 10 Μαΐου 2010, Μητροπολίτης Λαγκαδᾶ ἐξελέγη ὁ Πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Θεοδώρας, ἱερατικῶς Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Πολιούχου) καί καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Ἁγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου Οὔζγκοροντ Μέγας Ἀρχιμανδρίτης Ἰωάννης Τασσιᾶς, ὁ ὁποῖος καί ἐποίμανε τή Μητρόπολη θεοφιλῶς καί θεαρέστως μετά σοφίας καί συνέσεως ἐπιτελώντας πολυσχιδές καί καρποφόρο ἐκκλησιαστικό, θρησκευτικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό και μορφωτικό ἔργο, μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, στις 15 Νοεμβρίου 2020.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἔγινε ἡ οὐσιαστική ἐπανίδρυση τῆς  Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σέ «Ἱερά Μητρόπολις Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης», (ΦΕΚ 200/30-11-2010, τ.Α΄). Στίς 7 και 8 Νοεμβρίου 2017, μάλιστα, πραγματοποιήθηκαν περίλαμπρες ἑορταστικές ἐκδηλώσεις γιά τά 1037 χρόνια ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ἐπισκοπῆς Λητῆς καί Ρεντίνης καί τά 50 χρόνια ἀπό τήν ἐπανίδρυση τῆς Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ μέ τήν παρουσία καί τή συμμετοχή τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου καί πλειάδος Ἱεραρχῶν.
Σημαντικό γεγονός ἐπί τῆς ποιμαντορίας του ὑπῆρξε ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων δύο μεγάλων νεομαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ἁγίας Κυράννης τῆς ἐξ Ὄσσης καί τῆς Ἁγίας  Ἀκυλίνης τῆς ἐκ Ζαγκλιβερίου. Ἐπίσης μέ ἐνέργειές του ἔγινε ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, τόν Νοέμβριο του 2013, ἡ ἁγιοκατάταξη δύο σπουδαίων ἱεραρχῶν, τῶν ἁγίων Ἀκακίου καί Δαμασκηνοῦ Ἐπισκόπων Λητῆς καί Ρεντίνης.
Τοποτηρητής ὁρίσθηκε μέχρι τῆς ἐκλογῆς νέου Μητροπολίτου ὁ Μητροπολίτης Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγος (Ἀποστολίδης).
Τήν 8η Ὀκτωβρίου 2021 ἐξελέγη ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στήν κεντρική αἴθουσα τοῦ Διορθοδόξου Κέντρου τῆς Ε.Ε., ὡς νέος Μητροπολίτης Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης, ὁ Ἀρχιμ. Πλάτων Κρικρής, Γραμματεῦς ἕως ἐκείνης τῆς ἡμέρας τοῦ Ἰδιαίτερου Γραφείου τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καί Ἱερατικός Προϊστάμενος τοῦ Ι.Ν. Ἁγίου Δημητρίου Ἀμπελοκήπων.
Ἡ χειροτονία του πραγματοποιήθηκε τό Σάββατο 9 Ὀκτωβρίου 2021 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἀθηνῶν, ὑπό τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου,  στίς 9 Νοεμβρίου 2021 ἔδωσε τήν νενομισμένη διαβεβαίωσή του ἐνώπιον τῆς Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας κα. Αἰκατερίνης Σακελλαροπούλου καί στίς 13 Νοεμβρίου 2021 ἐνθρονίσθηκε στόν Λαγκαδᾶ, ὑπό τοῦ ἕως ἐκείνης τῆς ἡμέρας Τοποτηρητοῦ τῆς Μητροπόλεως, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερρῶν καί Νιγρίτης, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπούσε τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνών καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο Β΄.