(Ομιλία) Η ελληνική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων

Του Ευάγγελου Κατσάρα

Με αφορμή την 98η επέτειο από την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (16 Ιουνίου 1913) και την τελετή που έλαβε χώρα στην πλατεία του Μελισσοχωρίου, θα θέλαμε να προβούμε σε μία ανασκόπηση των γεγονότων της κρίσιμης διετίας 1912-1913, που οδήγησαν το ελληνικό κράτος από τα στενά της Μελούνας στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού και την πόλη της Καβάλας. Πρόκειται, άλλωστε, για μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας και των στρατιωτικών μας δυνάμεων, η γνώση της οποίας μπορεί να προσδώσει μία ακτίδα ελπίδας στις δύσκολες στιγμές που διέρχεται το Έθνος.

Στις αρχές Οκτωβρίου 1912 τα συνασπισμένα κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου (Σερβία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο) απέστειλαν τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αξιώνοντας την άμεση εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στις ευρωπαϊκές επαρχίες της όπου διαβιούσαν υπόδουλοι χριστιανικοί πληθυσμοί. Η απόρριψη του τελεσιγράφου και η κινητοποίηση των οθωμανικών στρατευμάτων της Θράκης είχαν ως αποτέλεσμα την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Η συμμαχία αυτή των βαλκανικών κρατών, γνωστή ως Βαλκανική Συμμαχία του 1912, και η συνακόλουθη κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Βαλκανικής Χερσονήσου, καθώς ήταν η πρώτη συντονισμένη προσπάθεια των Βαλκανικών κρατών να επιλύσουν το Ανατολικό Ζήτημα χωρίς την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Η αντίστροφη μέτρηση για την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα· τον Οκτώβριο του 1911 Σερβία και Βουλγαρία προσήλθαν σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συνθήκης συμμαχίας. Τελικά, έπειτα από πολύμηνες συνομιλίες και την ενεργό συμμετοχή της Ρωσίας, οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία μόλις το Μάρτιο του 1912. Αυτή είχε επιθετικό χαρακτήρα, στρεφόμενη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα προέβλεπε το μοίρασμα των προς απελευθέρωση εδαφών της Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, η Σερβία θα λάμβανε τα εδάφη βόρεια της λίμνης Αχρίδας, ενώ η Βουλγαρία τη μερίδα του λέοντος της Μακεδονίας και ολόκληρη τη Θράκη.

Το επόμενο σκέλος της Βαλκανικής Συμμαχίας αφορούσε η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, γνωρίζοντας ότι ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση στα Βαλκάνια χωρίς την ελληνική συμμετοχή θα έθετε ταφόπλακα στα ελληνικά σχέδια για επέκταση στη Μακεδονία και στη Θράκη, έσπευσε να συμμετάσχει στην κυοφορούμενη κίνηση υπογράφοντας συνθήκη συμμαχίας με τη Βουλγαρία. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν δειλά τον Οκτώβριο του 1911, προσέκρουσαν όμως στη διαφωνία των δύο πλευρών γύρω από το ζήτημα της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία επιζητούσε την αυτονόμησή της, ενώ η Ελλάδα την εκ των προτέρων διανομή. Μπροστά στο αδιέξοδο που πήγαινε να δημιουργηθεί ο Βενιζέλος, πεπεισμένος ότι ο ελληνικός στρατός ήταν σε θέση να καταλάβει τα διεκδικούμενα εδάφη, αποφάσισε να προχωρήσει στην υπογραφή της συνθήκης χωρίς όμως να εισαχθεί σ' αυτήν όρος για την τύχη των προς απελευθέρωση εδαφών. Η πεποίθηση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού δεν ήταν έωλη· μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 και κυρίως κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα είχε ξεκινήσει η στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας, η οποία κατέληξε να αποδώσει το 1912 ένα αξιόμαχο και ισχυρό στράτευμα. Έτσι, λοιπόν, το Μάιο του 1912 Ελλάδα και Βουλγαρία προχώρησαν στην υπογραφή αμυντικής συμμαχίας, η οποία προέβλεπε αλληλοβοήθεια σε περίπτωση εχθρικής επιβουλής και τη χρήση διπλωματικών μέσων για βελτίωση της θέσης των υπόδουλων συμπατριωτών τους.

Η Βαλκανική Συμμαχία ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του ίδιου έτους με την εισδοχή σ' αυτήν του Μαυροβουνίου και το Σεπτέμβριο, μετά την υπογραφή των στρατιωτικών συμβάσεων, τα βαλκανικά κράτη ήταν πλέον έτοιμα να υλοποιήσουν το σχέδιό τους: την αντιμετώπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χωρίς την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και την εκδίωξή της από τη Βαλκανική Χερσόνησο.

Πράγματι, στις 25 Σεπτεμβρίου ο βασιλεύς Νικόλαος του Μαυροβουνίου κήρυξε τον πόλεμο για να ακολουθήσουν, στις 5 Οκτωβρίου, και οι υπόλοιποι σύμμαχοι.

Η Ελλάδα, που όπως ήδη τονίσαμε διέθετε πλέον έναν πλήρως αναδιοργανωμένο και άρτια εξοπλισμένο στρατό, εισήλθε στον πόλεμο αποφασισμένη να απελευθερώσει τα υπόδουλα εδάφη και να αποπλύνει την ήττα του 1897. Χαρακτηριστικό της συσπείρωσης και του ενθουσιασμού, με τον οποίο το ελληνικό Έθνος απεδύθη στον αγώνα, είναι το γεγονός ότι τις τάξεις του ελληνικού στρατού ήρθαν να πυκνώσουν εθελοντές από τη μακρινή, για τα δεδομένα της εποχής, Αμερική και τον Καναδά.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής το Διάδοχο Κωνσταντίνο, διέσχισε τα σύνορα και αφού απώθησε τις τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκε προς την κατεύθυνση της Ελασσόνας. Η Μελούνα, αυτό το ανυπέρβλητο εμπόδιο του 1897, δεν στάθηκε τώρα ικανό να ανακόψει την ορμή του ελληνικού στρατού. Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν στην Ελασσόνα και την επόμενη ημέρα βρέθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου, τα οποία υπερασπίζονταν ισχυρότατες τουρκικές δυνάμεις. Η διαταγή του ελληνικού στρατηγείου ήταν απλή και σαφής: επίθεση κατά μέτωπο. Οι Έλληνες στρατιώτες επιδεικνύοντας απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα, υπερφαλάγγισαν την οχυρή θέση και έτρεψαν τις τουρκικές δυνάμεις σε φυγή. Κατά τις επόμενες 10 ημέρες ο ελληνικός στρατός, έχοντας απελευθερώσει τα Σέρβια, την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Νάουσα και την Κατερίνη, προωθήθηκε στα Γιαννιτσά, όπου οι Οθωμανοί είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις προκειμένου να ανακόψουν την προέλασή του προς τη Θεσσαλονίκη. Στη διήμερη μάχη που ακολούθησε η ελληνική επίθεση ήταν τόσο ορμητική που ανάγκασε τις τουρκικές δυνάμεις, παρά τη σθεναρή αντίσταση, να υποχωρήσουν προς την κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης. Ο δρόμος προς την πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν πλέον ανοικτός.

Στις 25 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στα περίχωρα της πόλης, με σκοπό την επομένη να κινηθούν εναντίον της. Την ίδια ημέρα οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη έπεισαν τον Τούρκο αρχιστράτηγο Χασάν Ταξίν Πασά να δεχθεί την παράδοση της πόλης για να αποφευχθεί άσκοπη αιματοχυσία. Το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης και του τουρκικού στρατού υπεγράφη στις 23:00 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ενώ την επόμενη ημέρα οι δύο πλευρές υπέγραψαν συμπληρωματικό πρωτόκολλο, με το οποίο ρυθμίζονταν οι λεπτομέρειες της παράδοσης.

Η πόλη μόλις είχε σωθεί για τον Ελληνισμό, καθώς στις 27 Οκτωβρίου έφτασε στα περίχωρά της και συγκεκριμένα στην περιοχή της Λητής ισχυρή βουλγαρική δύναμη υπό τον στρατηγό Teodorof. Η δύναμη, μάλιστα, αυτή προσπάθησε να εισέλθει βίαια στην πόλη, προκειμένου να δημιουργήσει καθεστώς συνδιοίκησης. Όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, οι Βούλγαροι ζήτησαν τη μεταστάθμευση στην πόλη δύο βουλγαρικών ταγμάτων, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό από τον Έλληνα Αρχιστράτηγο. Τελικά, όμως, στην πόλη εισήλθε ένα ολόκληρο Σύνταγμα. Η κίνηση αυτή φανέρωνε τη βουλγαρική δολιότητα και υπέκρυπτε την πρόθεση των Βουλγάρων να διεκδικήσουν, ακόμη και με τη δύναμη των όπλων, την κατοχή της Θεσσαλονίκης. Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία, όμως, είχε φροντίσει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της πόλης· ήδη από τις απογευματινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου η 2η Μεραρχία είχε διαταχθεί να σταθμεύσει στην περιοχή Δρυμός-Μελισσοχώρι, ενώ ανάλογες διαταγές δόθηκαν και στα υπόλοιπα ελληνικά σώματα για στάθμευση πέριξ της πόλης.

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου στις 7 Νοεμβρίου απελευθέρωσε τη Φλώρινα και 4 ημέρες αργότερα την Καστοριά.

Παράλληλα με τις νίκες του ελληνικού στρατού στα πεδία των μαχών, ανάλογες επιτυχίες επέδειξε και το ναυτικό υπό τον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του στις 5 Οκτωβρίου με βασική αποστολή, όπως αυτή καθοριζόταν στο 2ο άρθρο της στρατιωτικής σύμβασης με τη Βουλγαρία, να καταστεί κύριος του Αιγαίου και να διακόψει τις θαλάσσιες συγκοινωνίες μεταξύ Μικράς Ασίας και ευρωπαϊκής Τουρκίας. Πράγματι, αφού κατανίκησε δύο φορές τον οθωμανικό στόλο, στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, ο ελληνικός στόλος κατόρθωσε κατά το διάστημα από 6 Οκτωβρίου ως 20 Δεκεμβρίου να απελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου και να αποκλείσει τον τουρκικό στόλο στα στενά των Δαρδανελίων.

Στο μεταξύ, νικηφόρα εξελίσσονταν και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των υπόλοιπων Βαλκάνιων συμμάχων, αναγκάζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις αρχές Νοεμβρίου να ζητήσει τη σύναψη ανακωχής. Αυτή υπεγράφη τελικά στις 20 Νοεμβρίου μεταξύ των πληρεξουσίων της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, που εκπροσωπούσαν και τις κυβερνήσεις της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Η Ελλάδα, αντίθετα, προτίμησε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις, αποσκοπώντας στην εκπόρθηση των Ιωαννίνων. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι κατά την υπογραφή της ανακωχής η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ουσιαστικά απολέσει όλα τα ευρωπαϊκά της εδάφη πλην της παρακείμενης στην Κωνσταντινούπολη περιοχής, της Αδριανούπολης, των Ιωαννίνων και της Σκόδρας.

Στη συνέχεια, το σκηνικό των διαπραγματεύσεων μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων ξεκίνησαν οι συνομιλίες για τη σύναψη ειρήνης. Αυτές προσέκρουσαν στην αδιαλλαξία και την παρελκυστική πολιτική των Οθωμανών, με συνέπεια στις 24 Δεκεμβρίου να καταλήξουν σε ναυάγιο. Στο σημείο αυτό επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες με διακοίνωσή τους ζήτησαν από την Τουρκία την αποδοχή των συμμαχικών όρων. Ενώ, όμως, η τουρκική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να αποδεχθεί τους όρους της ειρήνης, ξέσπασε αντεπανάσταση στην Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων και η επανάληψη των εχθροπραξιών. Μετά, ωστόσο, την κατάληψη των Ιωαννίνων, της Αδριανούπολης και της Σκόδρας, οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν άνευ όρων και να υπογράψουν, στις 17 Μαΐου 1913, τη συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε στους συμμάχους όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου-Μήδειας, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις θα καθόριζαν τα σύνορα του νεοσύστατου αλβανικού κράτους και την τύχη των νησιών του Αιγαίου.

Παρά την επιβλητική τους νίκη, σύντομα οι σχέσεις των συμμάχων εντάθηκαν με αφορμή τη διανομή των εδαφών. Αιτία υπήρξε η αδιαλλαξία της Βουλγαρίας και η επιθυμία της να πραγματοποιήσει το όνειρο της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η βουλγαρική ηγεσία αξίωνε από τους Σέρβους, παρά τη νέα κατάσταση που είχαν διαμορφώσει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, να τηρήσουν τους σχετικούς με τη διανομή όρους της μεταξύ τους συμμαχίας, ενώ δεν αναγνώριζαν στην Ελλάδα το δικαίωμα κτήσης της Θεσσαλονίκης και απαιτούσαν την απόσυρση του ελληνικού στρατού ανατολικά του Αξιού ποταμού. Παρά τη μεσολάβηση της Ρωσίας και την προσπάθεια εξομάλυνσης των διαφορών, σύντομα η κατάσταση εκτραχύνθηκε και σημειώθηκαν ένοπλα επεισόδια μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων.

Η διαμορφωθείσα κατάσταση ανησύχησε, όπως ήταν φυσικό, τις ηγεσίες Ελλάδας και Σερβίας, οι οποίες αποφάσισαν να προχωρήσουν στην από κοινού αντιμετώπιση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Στις 19 Μαΐου 1913 τα δύο κράτη προχώρησαν στην υπογραφή συνθήκης συμμαχίας, σύμφωνα με την οποία δεσμεύονταν να μη συνάψουν χωριστή συνθήκη με τη Βουλγαρία και να χαράξουν κοινά σύνορα στην περιοχή δυτικά του Αξιού. Η ρήξη στις σχέσεις των συμμάχων ήταν πλέον οριστική.

Τη νύκτα της 16ης προς 17η Ιουνίου ο Βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε κατά των Ελληνικών και Σερβικών θέσεων, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου. Ο ενδοσυμμαχικός Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος είχε μόλις αρχίσει και έμελλε να είναι ιδιαίτερα σκληρός.

Στις 17 Ιουνίου οι βουλγαρικές επιθέσεις επεκτάθηκαν στην περιοχή του Πολυκάστρου, του Μελισσοχωρίου και του Λαγκαδά, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την πόλη της Θεσσαλονίκης. Στο μεταξύ, στο εσωτερικό της πόλης οι ελληνικές δυνάμεις επιχείρησαν να αιχμαλωτίσουν τα βουλγαρικά τμήματα που στάθμευαν εκεί. Ακολούθησε μάχη, η οποία διήρκεσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας και κατέληξε στην παράδοση των βουλγαρικών δυνάμεων. Στις 18 Ιουνίου κατέφθασε στη Θεσσαλονίκη και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και την επόμενη ημέρα προωθήθηκε στο Μελισσοχώρι για να διευθύνει αυτοπροσώπως από εκεί τις επιχειρήσεις. Στην περιοχή είχε ήδη αναπτυχθεί η 2η Μεραρχία, ενώ και οι υπόλοιπες μεραρχίες είχαν ολοκληρώσει τις προπαρασκευές τους, προκειμένου να αναλάβουν άμεσα επιθετικές ενέργειες. Η ελληνική αντεπίθεση ξεκινούσε ακριβώς τη στιγμή που ο Βούλγαρος στρατηγός Ivanov σχεδίαζε να αναλάβει γενική επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στο νέο πόλεμο με ακμαιότατες ηθικές δυνάμεις, λόγω της βουλγαρικής δολιότητας, και με υψηλό φρόνημα, απόρροια των επιτυχιών του κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Ήδη από το πρωί της 19ης Ιουνίου άρχισε να προελαύνει ακάθεκτα εναντίον των Βουλγάρων, αναγκάζοντας τους τελευταίους σε θέση άμυνας. Στον τομέα του Μελισσοχωρίου η 2η Μεραρχία, έπειτα από πεισματώδη αγώνα, στη διάρκεια του οποίου φονεύθηκε ο διοικητής του 1ου Συντάγματος Πεζικού, κατόρθωσε να ανατρέψει τις καλά οργανωμένες βουλγαρικές μονάδες και να τις απωθήσει σε αρκετό βάθος.

Οι βουλγαρικές δυνάμεις υποχωρούσαν σε όλο το μήκος του μετώπου και συμπτύσσονταν στην αμυντική τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά. Εκεί, στις 19 Ιουνίου έλαβε χώρα η ομώνυμη μάχη, που κατέληξε σε περιφανή νίκη του ελληνικού στρατού ύστερα από έναν πραγματικά λυσσώδη τριήμερο αγώνα.

Μετά τη νίκη τους, οι ελληνικές δυνάμεις προέλασαν προς την κοιλάδα του Στρυμόνα, καταδιώκοντας τον υποχωρούντα βουλγαρικό στρατό, ενώ τμήματά του απελευθέρωναν την Καβάλα, τις Σέρρες, τη Δράμα και την Αλεξανδρούπολη.

Στο μεταξύ στις 28 Ιουνίου διέσχισε το Δούναβη και εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος και ο ρουμανικός στρατός, ενώ από τις 29 του ίδιου μήνα οι Τούρκοι ανέλαβαν επιχειρήσεις στην Ανατολική Θράκη ανακαταλαμβάνοντας την Αδριανούπολη.

Η θέση των Βουλγάρων είχε καταστεί ιδιαίτερα δυσχερής, συνέχιζαν ωστόσο να υπερασπίζονται με πείσμα κάθε σπιθαμή του εδάφους τους. Έτσι, όταν ο ελληνικός στρατός έφθασε μπροστά στη φύσει οχυρά τοποθεσία της Κρέσνας, συνάντησε νέα σθεναρή αντίσταση. Έπειτα από τριήμερη, όμως, αιματηρή μάχη, που διήρκεσε από τις 9 ως τις 11 Ιουλίου, οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να διανοίξουν τη στενωπό και να προωθηθούν προς την κατεύθυνση της Τζουμαγιάς. Εκεί είχε εγκατασταθεί η βουλγαρική στρατιά για να ανακόψει την προέλαση του ελληνικού στρατού. Η μάχη της Τζουμαγιάς, που άρχισε στις 12 Ιουλίου, υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή και αμφίρροπη, αποτέλεσε δε την τελευταία φάση του ελληνοβουλγαρικού πολέμου. Στις 17 Ιουλίου οι Βούλγαροι, αντιμέτωποι με την απειλή να δουν τα συμμαχικά στρατεύματα να εισέρχονται στη Σόφια, ζήτησαν ανακωχή, η οποία τέθηκε σε ισχύ από το μεσημέρι της 18ης Ιουλίου.

Η τελική πράξη των δύο Βαλκανικών Πολέμων έλαβε χώρα στο Βουκουρέστι, όπου στις 28 Ιουλίου 1912 υπογράφηκε η ομώνυμη συνθήκη. Η Ελλάδα εξερχόταν των Βαλκανικών Πολέμων με αυξημένο το στρατιωτικό της γόητρο και έχοντας πραγματοποιήσει ένα μεγάλο μέρος των εθνικών της διεκδικήσεων. Συγκεκριμένα, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν σημαντικά τμήματα της Μακεδονίας και της Ηπείρου και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. Η έκταση της χώρας από 64 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα αυξήθηκε σε 120, ενώ και ο πληθυσμός από 2 εκατομμύρια 800 χιλιάδες έφθασε τα 5 εκατομμύρια. Δυστυχώς, όμως, κατά τη διάρκεια της εποποιίας των Βαλκανικών πολέμων εκδηλώθηκε και η πρώτη διάσταση στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, που λίγα χρόνια αργότερα θα οδηγούσε στο Διχασμό και θα έθετε σε κίνδυνο ακόμη και αυτά τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων.

Σας ευχαριστώ πολύ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Λίστα Επικοινωνίας